- ιά
- (I)ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α)1. (για έμψυχα) ιωή*, κραυγή, φωνή2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος].————————(II)ἰά, τὰ (Α)(ετερόκλιτο, πληθ. τού ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.